Από τη MarieAndersen (Ψυχολόγο – Ψυχοθεραπεύτρια)
Η συνειδητοποίηση αυτού του πράγματος έρχεται αργά, με επώδυνο τρόπο, και συνήθως τίθεται υπό αμφισβήτηση: είναι τόσο επίπονος ο τρόπος που γίνεται αντιληπτό το ότι αυτοί οι άνθρωποι που ήταν τόσο απαραίτητοι για την ανάπτυξή μας, που μας αγάπησαν -ακόμα και αδέξια-, τους οποίους είχαμε τόση ανάγκη και από τους οποίους μάταια περιμέναμε την αναγνώριση, δε μας αντιμετωπίζουν πια ως άτομα αξιόλογα και άξια σεβασμού, από τη στιγμή που προσπαθήσαμε να αυτονομηθούμε, από τη στιγμή που επιχειρήσαμε να έχουμε προσωπική άποψη, προσωπικές επιθυμίες ανεξάρτητες από τα σχέδια που έκαναν οι ίδιοι, από τη στιγμή που κάναμε επιλογές που δεν αντιστοιχούσαν στις δικές τους, που σταματήσαμε να μοιάζουμε στο ιδανικό παιδί των ονείρων τους. Με λίγα λόγια, συνειδητοποιούμε –με κόστος οδυνηρές αντιπαραθέσεις και «βαριές» σιωπές – ότι από τη στιγμή που δεν «ακολουθούμε πια τη γραμμή του κόμματος», μας διαγράφουν. Πολύ σκληρό…
Όμως όλοι μας δεν είμαστε λίγο-πολύ χειριστικοί απέναντι στα παιδιά μας; Δεν αποτελεί η χειριστικότητα μια αυτόματη διαδικασία όταν μιλάμε για σχέσεις ιεραρχίας; Όχι, αυτή η άποψη δε με βρίσκει καθόλου σύμφωνη. Ακόμα κι όταν κάποιες φορές χρησιμοποιούμε απειλές προκειμένου τα παιδιά μας να κάνουν αυτό που εμείς θέλουμε, αυτό δεν καθιστά όλους τους γονείς χειριστικούς. Είναι εφικτό καθένας μας να βιώνει τον ρόλο του ως γονέα όντας ειλικρινής και δείχνοντας σεβασμό, ασκώντας μια υγιή εξουσία που να πλαισιώνει και ταυτόχρονα να προστατεύει το παιδί. Οι κανόνες μπορούν να τεθούν με σαφήνεια, οι τιμωρίες να επιβληθούν, οι διαφορετικές απόψεις να γίνουν δεκτές ή να συζητηθούν ή, τουλάχιστον, να εισακουστούν. Μπορούμε να μεγαλώσουμε το παιδί μας μέσα σε ένα πλαίσιο ιεραρχίας, χωρίς ωστόσο να το μειώνουμε, να το υποτιμούμε· μπορούμε να πετύχουμε αυτό που πρέπει να γίνει μέσω ξεκάθαρων αιτημάτων – ακόμα κι αν κάτι τέτοιο οδηγήσει σε καβγά. Ο διάλογος πρέπει να διατηρηθεί ακόμα και στον καβγά, μιας και αυτός δε θα πρέπει να αποτελεί για το παιδί απειλή ότι δεν το αγαπάμε πια ή ότι το απορρίπτουμε ως μέλος της οικογένειάς μας. ΟΚ, όλα αυτά φαίνονται εύκολα στη θεωρία, αλλά όλοι ξέρουμε ότι ο ρόλος του γονέα είναι ίσως ένας από τους πιο απαιτητικούς και για τον οποίο δεν έχουμε εκπαιδευτεί! Είναιδύσκολο, αλλάκαιεφικτό.
« Οι γονείς μου είναι χειριστικοί!» Έτσι πιστεύετε; Πώς μπορούμε να καταλήξουμε σε αυτή τη διαπίστωση; Συχνά, οι πρώτες δυσκολίες κάνουν την εμφάνισή τους στην εφηβεία, όταν το παιδί προσπαθεί να κατακτήσει έναν ανεξάρτητο τρόπο σκέψης, να διαγράψει μια προσωπική πορεία, να βρει το προσωπικό του στιλ. Γίνεται αντιδραστικό -πράγμα φυσιολογικό σε αυτή την ηλικία-, αλλά η αντιπαράθεση παίρνει διαφορετική τροπή, κάτι που το παιδί πιθανόν να μην το αντιλαμβάνεται: ο γονιός εκλαμβάνει αυτή την αντίδραση εκ μέρους του παιδιού του σαν μια αμφισβήτηση του ίδιου [του γονέα], η οποία κλονίζει τα εύθραυστα θεμέλιά του – πράγμα που του είναι ανυπόφορο. Αντί να προσπαθήσει να δείξει κατανόηση σε αυτό που βιώνει το έφηβο παιδί του και να γίνει για κείνο ένας πραγματικός «σάκος του μποξ», προσφέροντάς του ένα στέρεο προστατευτικό πλαίσιο, ή ακόμα, συζητώντας μαζί του και δείχνοντάς του ενδιαφέρον, να προσπαθήσει να καταλάβει την εξέλιξη που έχει ως άτομο, ξεστομίζει απειλές και «βγαίνει εκτός εαυτού», «ρίχνει» τιμωρίες ή «ποιεί την νήσσαν», αρνείται τον διάλογο, είναι σε υπερβολικό βαθμό τιμωρητικός, δεν εξηγεί με ειλικρίνεια τη στάση του, δέρνει, κλαίει· εν συντομία, υιοθετεί μία συμπεριφορά που αποδεικνύει πόσο βαθιά έχει πληγεί και πόσο ανυπόφορη –έως και εξωφρενική- του είναι αυτή η αμφισβήτηση του ρόλου του.
Διαισθητικά, το παιδί νιώθει ότι η απειλή είναι «βαριά» και ότι υφέρπει ο κίνδυνος να χάσει την αγάπη των γονιών του. Έτσι, προσωρινά συμμορφώνεται, μέχρι την επόμενη απόπειρα αυτονόμησης. Αυτή η σκηνή θα επαναληφθεί πολλές φορές, με ποικίλες εκφάνσεις, άλλοτε με βίαιο τρόπο, άλλοτε με μια επιφανειακή ευγένεια, και το παιδί θα επιχειρήσει να δομήσει την προσωπικότητά του μέσα σε αυτή την ανισορροπία που έχει διαμορφωθεί από ύπουλες απειλές, διεστραμμένη αυταρχικότητα, ενοχικές σιωπές, απουσία εξηγήσεων, προσποιητές απαντήσεις, απρόσμενες τιμωρίες, προβολικές κατηγορίες που υπονοούν ότι εξαιτίας του παιδιού βρίσκεται ο γονιός σε αυτή την οδυνηρή θέση – ενώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο…
Το παιδί δε «βλέπει» καθαρά μέσα σε αυτή την κατάσταση, «χτίζει» την προσωπικότητά του μέσα στην ενοχή, έχει την αίσθηση ότι ποτέ δεν είναι στη σωστή θέση, αισθάνεται αδέξιο, ότι δεν το καταλαβαίνουν, ότι απογοητεύει τους άλλους, ότι είναι άσχημο, άχρηστο, ότι δε στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, αιώνια ένοχο, βαθιά πληγωμένο, σε μια αέναη αναζήτηση της αναγνώρισης που τόσο του έχει λείψει. Θα αναπτύξει λοιπόν μια τεράστια αμφισβήτηση για τα προτερήματά του, κάτι που εκδηλώνεται με διαφορετικό τρόπο από άνθρωπο σε άνθρωπο και συνδέεται άρρηκτα με τον χαρακτήρα, τη θέση του μέσα στην οικογένεια και το φύλο του. Έτσι, είτε θα καταπνίξει οποιαδήποτε τάση για αυτονομία είτε, αντίθετα, θα αναπτύξει ένα επαναστατικό ταμπεραμέντο· είτε θα «βράζει» από θυμό είτε θα απωθήσει το μίσος του κάτω από μια επίφαση φροντίδας […]: όλα αυτά δε θα είναι παρά οι διάφορες εκφάνσεις του ίδιου προβλήματος, που δεν είναι άλλο από τη δυσκολία να σεβαστεί ο ίδιος τον εαυτό του και να τοποθετηθεί με ηρεμία αλλά και αποφασιστικότητα απέναντι στον άλλο, χωρίς να αρχίσει να ωρύεται με την παραμικρή δυσκολία, άλλα ούτε και να υπαναχωρεί. Ο φόβος της σύγκρουσης ή ο φόβος μήπως απογοητεύσει τον άλλο τον «φιμώνουν», ή, αντίθετα, ο θυμός του θα «αναζωπυρωθεί» με το που θα νιώσει, έστω και στο ελάχιστο, αυτή την ασφυκτική πίεση ότι κάποιος προσπαθεί πάλι να τον χειραγωγήσει. Για να αποφύγει τον πόνο, θα επιλέξει ίσως να προστατευτεί για την υπόλοιπη ζωή του πίσω από άκαμπτες συμπεριφορές, πίσω από κανόνες που επιβάλλει τόσο στον εαυτό του όσο και στους οικείους του, πίσω από έναν τοίχο που υψώνει ανάμεσα σε κείνον και τους άλλους. Μπορεί επίσης να επιλέξει να χλευάζει τα πάντα, πράγμα το οποίο αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο να αρνείται τον εσωτερικό πόνο του -με το να γελάει με την κατάσταση για να μην υποφέρει…-, δίνοντας έτσι την εικόνα του θλιμμένου κλόουν.
Δεν αποκλείεται επίσης να είναι χειριστικός στις σχέσεις του και, δυστυχώς, και με τα παιδιά του. Ίσως επειδή αυτός ο τρόπος υπήρξε το μοναδικό μοντέλο συμπεριφοράς που είχε, και έτσι το αναπαράγει ασυνείδητα, μιας και δε γνωρίζει άλλα. Ίσως πάλι επειδή στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας η προσωπικότητά του υπέστη μια τέτοια διάλυση, που ο μόνος τρόπος που έχει για να τον σέβονται είναι ο ύπουλος και ο πλάγιος. Αυτός ο φαύλος κύκλος, αυτός ο διάχυτος πόνος, αυτή η ζημιά που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά, έχουν ανάγκη προφανώς από τη βοήθεια ενός ικανού και έμπειρου ψυχοθεραπευτή, έτσι ώστε αυτά τα παιδιά που ενηλικιώθηκαν μέσα σε αυτό το τοξικό οικογενειακό περιβάλλον να μπορέσουν τελικά να σταθούν όρθια, να αναλάβουν τον εαυτό τους και να νιώσουν πραγματικά ελεύθερα να ζήσουν τη ζωή τους όπως αυτά επιθυμούν.
__________________________________________________________
Πηγή: www.marieandersen.net
Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)