Ο φόβος της αλλαγής: βασική αντίσταση απέναντι στην ευτυχία

Ποιος, όταν όλα πάνε καλά, αυθόρμητα σκέφτεται αν είναι σωστό αυτό που κάνει ή για ποιον λόγο το κάνει; Αυθόρμητα; Όχι πολλοί… Όταν η ζωή είναι «ένα μακρύ, ήσυχο ποτάμι», όπου όλα συμβαίνουν με αυτονόητο τρόπο (ή σχεδόν όλα…), τα υπαρξιακά ερωτήματα δε φαίνεται να απασχολούν τον άνθρωπο. Ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, έχει αποδειχτεί ότι έχουμε τεράστιες δυνατότητες να συμβιβαστούμε με τις συγκρούσεις μας, τις ανακολουθίες μας, ακόμα και με μια γερή δόση δυσφορίας. Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα μέσα που μας βοηθάνε να αποδεχτούμε όλες αυτές τις πιέσεις, δύο φαίνεται ότι κατέχουν ξεχωριστή θέση:

–      Το πρώτο είναι η εκλογίκευση: αμέσως μετά ακόμα και την πιο ακούσια, αυτόματη, επιζήμια ή ασυνεπή πράξη μας, θα βρούμε μια τέλεια λογική αιτία για να αποδείξουμε ότι δεν είχαμε άλλη εναλλακτική. Μια τέτοια στάση, αν την παρατηρούσαμε σε κάποιον άλλο, θα μας φαινόταν το αποκορύφωμα της ανειλικρίνειας. Όταν όμως αφορά εμάς, κάτι τέτοιο φαίνεται λογικό!

–      Το δεύτερο είναι το ότι αποδίδουμε σε εξωτερικούς παράγοντες την αιτία των προβλημάτων μας: είτε στον άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός, σύζυγος, παιδί, γονιός, προϊστάμενος, κτλ., είτε, ευρύτερα, στην κακοτυχία, τη μοίρα, το πεπρωμένο.

Μια άλλη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση είναι αυτή που αφορά τον χαρακτήρα. Είμαστε άτυχοι, συνεσταλμένοι, νευρικοί, δειλοί, κτλ., ακριβώς όπως θα έχουμε για πάντα γαμψή μύτη ή καστανά μάτια. Είναι σαν ένα παγιωμένο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας να μας κατατάσσει εφ’ όρου ζωής σε μια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων.

Μόνο όταν μας είναι πολύ δύσκολο πλέον να αντέξουμε τον πόνο ή την αναπηρία και όταν έχουμε την αίσθηση ότι ο χρόνος μάς κλέβει τη ζωή που ήμασταν ανίκανοι να αξιοποιήσουμε, τότε μόνο αρχίζουμε να αισθανόμαστε την ανάγκη να σταματήσουμε αυτή την κατάσταση. Παρόλο που, στην αρχή τουλάχιστον, στρεφόμαστε προς τα έξω, περιμένοντας τη μαγική συνταγή ή παρέμβαση, την έτοιμη (και, ει δυνατόν, γρήγορη) λύση στα προβλήματά μας.

Και αν είμαστε τυχεροί και δεν πέσουμε στην παγίδα των εμπόρων ψευδαισθήσεων κάθε είδους και των μαγικών προϊόντων τους, ίσως και να καταφέρουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ο εαυτός μας θα πρέπει να μας απασχολήσει κι ότι εκείνος είναι που θα πρέπει να αναλάβει δράση, προκειμένου να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων.

Αυτό άλλωστε προτείνει μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

  1. 1) Προσωπική ευθύνη ή μοίρα;

Για να μπούμε σε αυτή τη διαδικασία, θα πρέπει να βιώσουμε έναν πόνο ή μια αναπηρία, αρκετά δυνατά ώστε αυτό να μας ωθήσει να ξεπεράσουμε τη συνήθη αδράνειά μας. Κυρίως, όμως, θα πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών μέσα σε αυτόν τον πόνο, ότι ένα μεγάλο μέρος του προέρχεται από εμάς τους ίδιους, και όχι μόνο απ’ έξω. «Ένα μεγάλο μέρος» δε σημαίνει απαραίτητα «εξ ολοκλήρου»: ο/η σύζυγος ή ο/η σύντροφός σας μπορεί πραγματικά να είναι ένας απαίσιος άνθρωπος, και δεν τίθεται θέμα να τον απαλλάξουμε των ευθυνών του. Παρ’ όλα αυτά, όταν στη διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας, ανακαλύπτουμε τους λόγους της επιλογής μας, πραγματικά δεν τολμάμε πια να κάνουμε λόγο για «ατυχία»… Δεν έχει αλλάξει απαραίτητα ο άλλος, αλλά ο χρόνος είναι που αποκάλυψε λίγο-λίγο ό,τι υπήρχε εκεί εξ αρχής, που όμως μια καθολική εκ μέρους μας «τύφλωση» μας έκρυβε, έτσι ώστε να πέσουμε ευκολότερα στην παγίδα, για την οποία ακριβώς παραπονούμαστε σήμερα. Θα πρέπει να αντιληφθούμε, δηλ., ότι τα ασυνείδητά μας επικοινωνούν καλύτερα απ’ ό,τι εμείς και «υπογράφουν» συμβόλαια ερήμην μας, αφήνοντας εμάς να ‘πληρώνουμε τα σπασμένα’… Το να αρχίσουμε να αισθανόμαστε αυτή την ευθύνη μέσα στην κατάσταση που βιώνουμε, είναι «εκ των ων ουκ άνευ», είναι η προϋπόθεση χωρίς την οποία τίποτα δεν είναι εφικτό […].

Νιώθω υπεύθυνος για την κατάστασή μου σημαίνει ότι ξαναπαίρνω τον έλεγχο της ζωής μου, και κυρίως σημαίνει ότι ξαναποκτώ ελπίδα για το μέλλον, γιατί ξέρω πλέον ότι αυτό εξαρτάται μόνο από εμένα (ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του) και ότι, πολύ συχνά, αρκεί να αλλάξω στάση για να αλλάξω πεπρωμένο. Όντως, αν εγώ το έχω φτιάξει, εγώ μπορώ και να το αλλάξω.

 

2) Και η ασθένεια;

Μέχρι τώρα μιλήσαμε μόνο για καταστάσεις αποτυχίας ή υπαρξιακής δυσφορίας. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτή η δυσφορία δε γίνεται αισθητή στην αμιγή της μορφή, αλλά καλύπτεται πίσω από ένα σύμπτωμα ή ένα σύνολο συμπτωμάτων;

Κόπωση, πόνοι, λειτουργικές διαταραχές, όπως π.χ. κολίτιδες, ημικρανίες, κτλ., πολύ συχνά δεν είναι παρά «μάρτυρες» μιας στρεσογόνου κατάστασης που συντηρείται λόγω κακών συνθηκών ζωής, αλλά κυρίως λόγω του δικού μας τρόπου αντίδρασης απέναντι σε αυτές τις συνθήκες, π.χ. με το να τις υφιστάμεθα παθητικά, αντί να τις αλλάξουμε, ή με το να μπαίνουμε «όλως τυχαίως» σε απίθανες καταστάσεις ή τοξικές σχέσεις. Τότε, λοιπόν, η σύγκρουση που προκαλείται -και την οποία δε συνειδητοποιούμε απαραίτητα ή για την οποία δεν τολμάμε να μιλήσουμε- εκδηλώνεται μέσω του συμπτώματος, αφού αυτό αποτελεί έναν πρακτικό τρόπο να αποβάλλουμε τα προβλήματά μας χωρίς να τα συνδέουμε με την αιτία τους, άρα χωρίς να αισθανόμαστε την ανάγκη να αλλάξουμε το παραμικρό… […]

Η πιο ύπουλη μορφή παραμένει η πραγματική σωματοποίηση, αυτή που ξεπερνά τη λειτουργική διαταραχή και περνάει στην περιοχή της οργανικής βλάβης. Τα άτομα που καταφεύγουν σε αυτού του είδους την ακραία «εκκένωση» των ψυχικών προβλημάτων τους φαίνεται, όντως, να υποφέρουν από μια «ανεπάρκεια» στην ψυχική επεξεργασία των συγκρούσεών τους και των συναισθημάτων τους, η οποία καθιστά εξαιρετικά δύσκολο -όχι όμως και αδύνατο- κάθε επαναπροσδιορισμό. Το σώμα, μέσω της ασθένειας επιφορτίζεται να «μιλήσει» για ό,τι δεν μπορεί ή δεν ξέρει πώς να το πει αλλιώς […].

3) Περί της δυσκολίας της αλλαγής.

Ας θεωρήσουμε, λοιπόν, ως δεδομένο ότι έχουμε αναλάβει την προσωπική ευθύνη για τα προβλήματά μας και ότι από τις δύο λύσεις που μας προσφέρονται -δηλ. είτε να συνεχίσουμε να υφιστάμεθα μια άβολη κατάσταση είτε να αποφασίσουμε να θέσουμε ένα τέλος-, επιλέγουμε τη δεύτερη […].

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να βρούμε κάποιον να μας βοηθήσει σε αυτή τη διαδικασία κατανόησης των πραγματικών αιτιών των δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε. Και να αποδεχτούμε ότι ίσως χρειαστεί αρκετός χρόνος, μιας και δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε μέσα σε μια μέρα κάτι που για χρόνια ήταν για εμάς κάτι σαν δεύτερη φύση […].

Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι η επιτυχία και η διάρκεια μιας ψυχοθεραπείας είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την ικανότητά μας να διαπραγματευτούμε την άρνησή μας για αλλαγή.

Η άρνηση για αλλαγή είναι καταρχήν ο φόβος για το άγνωστο. Ένα «πάρε» αξίζει περισσότερο από δύο «θα το έχεις», μας λέει ο La Fontaine*. Αυτή η διδαχή λαϊκής σοφίας μοιάζει να είναι βαθιά ριζωμένη στο πνεύμα των ανθρώπων. Αλλά μπορούμε να μιλάμε για σοφία, όταν επιμένουμε ότι το να υποφέρουμε μία φορά είναι προτιμότερο από το να ελπίζουμε ότι θα ευτυχήσουμε διπλά; Γιατί αυτή η ακραία ανάγκη για ασφάλεια καταφέρνει να μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι πιο σημαντικές οι δυσκολίες που βιώνουμε, επειδή ακριβώς μας είναι γνωστές, και άρα κατά κάποιον τρόπο καθησυχαστικές. Δεν είναι σοκαριστικό; Κι όμως. Όλοι οι ψυχοθεραπευτές, σε όποια σχολή κι αν ανήκουν, γίνονται μάρτυρες καθημερινά ασθενών που προτιμούν να «γαντζώνονται» από τα συμπτώματά τους, όπως από μια σωσίβια λέμβο, παρά να επιχειρήσουν έναν μικρό επαναπροσδιορισμό (και κυρίως να περάσουν στην πράξη που τον ακολουθεί…).

Ακριβώς επειδή το να μπει κανείς σε μια τέτοια διαδικασία αλλαγής σημαίνει ότι είναι διατεθειμένος να αντιμετωπίσει ξανά το άγνωστο, να πάρει το ρίσκο να χάσει τις ασφαλιστικές του δικλείδες, να αντιπαρατεθεί με το περιβάλλον του, να αλλάξει τις συνθήκες ζωής του και, φυσικά, να αποτύχει σε αυτή του την προσπάθεια […].

Και μόνο ο φόβος αρκεί για να αποτύχει ο ασθενής στη θεραπευτική του διαδικασία, η οποία, σε αυτή την περίπτωση, θα διαιωνίζεται, εκτός κι αν αποφασίσει -με μια οποιαδήποτε πρόφαση- να σταματήσει απότομα.

4) Ένας φόβος μιας άλλης εποχής…

[…] Μήπως όμως πρέπει να αναζητήσουμε πιο βαθιά τις αιτίες μιας τέτοιας αποστροφής; Ποια είναι η δύναμη αυτής της αδράνειας που πηγαίνει κόντρα στην ίδια μας την ευτυχία, πέρα από κάθε λογική;

Ε λοιπόν, είναι ένα είδος πίστης σε μια εσωτερική εξουσία που μας διατάζει να μην είμαστε ανυπάκουοι απέναντι σε κάποιες απόψεις, συμπεριφορές, εντολές και απαγορεύσεις, που, παρότι εντελώς ξεπερασμένες και ακατάλληλες, επιβάλλονται ως απόλυτοι άρχοντες στις αποφάσεις, τις απόψεις και τις πράξεις μας. Αυτά τα «προγράμματα» είναι εκείνα που έχουμε εσωτερικεύσει από άμεσα ή έμμεσα μηνύματα που μας έχουν μεταδώσει οι γονείς μας και στα οποία το ασυνείδητό μας εξακολουθεί να υποτάσσεται αυτόματα και αντίθετα σε κάθε λογική, ενώ το συνειδητό μας «ουρλιάζει» πόσο άχρηστα και επιζήμια είναι.

Επειδή στα μάτια ενός μικρού παιδιού, που εξαρτά την επιβίωσή του από τους γονείς του, αυτοί έχουν θέση παντοδυναμίας, που μπορεί τόσο να διαφυλάξει τη ζωή όσο και να την καταστρέψει. Και το να χάσει την έγκριση -και άρα τη στήριξη- τόσο ισχυρών ανθρώπων ισοδυναμεί λίγο-πολύ με θάνατο. Αυτό το στήριγμα, λοιπόν, πρέπει να διασφαλιστεί πάση θυσία, ακόμα και αν γι’ αυτό πρέπει να θυσιάσει την ατομικότητά του, μόνο και μόνο για να τους γίνει αρεστός και να συντηρήσει, έτσι, την αγάπη και, κατά συνέπεια, την προστασία τους.

Έτσι, λοιπόν, ακόμα και όταν έχουμε πια ενηλικιωθεί και έχουμε φύγει από κοντά τους, ή έχουμε ίσως θυμώσει μαζί τους, πόσο μάλλον αν έχουν πεθάνει, συνεχίζουμε να προσαρμοζόμαστε στις δικές τους επιθυμίες, για να μη χάσουμε τη στήριξή τους (που ανήκει στη σφαίρα του φανταστικού, φυσικά), μια στήριξη που κάποτε ήταν ζωτικής σημασίας για εμάς. Και συνεχίζουμε να τρομοκρατούμαστε και μόνο στην ιδέα να τη χάσουμε, λες και είμαστε ακόμα εκείνο το απροστάτευτο παιδάκι, που δεν έχει άλλα μέσα για να επιβιώσει, παρά μόνο εκείνους. Όλα αυτά, όπως καταλαβαίνετε, παραμένουν σε ένα επίπεδο τόσο ασυνείδητο όσο και μη πραγματικό, αφού στην πραγματικότητα πάει πολύς καιρός που δεν τους έχουμε ανάγκη.

Αλλά ιδωμένο μέσα από αυτόν τον παραμορφωτικό καθρέφτη, το να δείξουμε ανυπακοή, το να διακινδυνεύσουμε να μην είμαστε αρεστοί, το να παραβούμε τις εντολές τους, παίρνει διαστάσεις θανάσιμου κινδύνου, και συμβιβαζόμαστε με το να ζούμε υπακούοντας σε εντολές που εδώ και πολύ καιρό δε μας αφορούν πια.

5) Επίλογος

Νομίζω ότι είναι καιρός να διαχωρίσουμε παρόν και παρελθόν, ενήλικα και παιδί, φανταστικούς παντοδύναμους γονείς και πραγματικούς γονείς – και κυρίως εκσυγχρονισμένους γονείς και γονεϊκές φιγούρες […]. Με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουμε να επανέλθουμε σε κάτι πολύ πιο απλό: την πραγματική επαφή με την πραγματικότητα και τα προβλήματά της, που πολύ συχνά για να λυθούν χρειάζεται μόνο ένα μίνιμουμ κοινής λογικής.  

Martine Massacrier

Ψυχοθεραπεύτρια

_____________________________________________________

*Jean de La Fontaine (1621-1695): Γάλλος ποιητής, λιμπρετίστας και συγγραφέας, παγκοσμίως γνωστός για τους Μύθους του.

_____________________________________________________

Πηγή: www.psycho-ressources.com

Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)