Μυθομανία: Από ένα αθώο ψεματάκι στην επινόηση μιας ολόκληρης ζωής

Χρησιμοποιούμενος συχνά ελαφρά τη καρδία με τη σημασία του «ψεύτη», ο όρος «μυθομανής» είναι πολύ πιο περίπλοκος και η συστηματική χρήση του έχει εκφυλίσει την αρχική ψυχική διάσταση της σημασίας του συμπτώματος.

 «Φτάνω σε 10΄», «Μου είναι αδύνατο να έρθω, η κόρη μου είναι άρρωστη», «Φυσικά και του τηλεφώνησα, περιμένω απάντησή του», «Έχω γρίπη, είμαι στο κρεβάτι με 40 πυρετό».
Όλες αυτές οι φράσεις μπορεί να λένε αλήθεια, μπορεί όμως να λένε και ψέματα. Εύκολα θα πιστεύαμε ότι, από το ψέμα στη μυθομανία, το μόνο που καθορίζει τι ανήκει στη σφαίρα του παθολογικού και τι όχι, είναι ο βαθμός «σοβαρότητας του ψεύδους» ή η συχνότητά του. Για την ακρίβεια, το όριο είναι πολύ πιο δυσδιάκριτο απ’ όσο  φαίνεται και η διάγνωση δύσκολο να γίνει.
Το να «χτίζεις» την καθημερινότητά σου πάνω σε ένα τίποτα
Όλοι ή σχεδόν όλοι λέμε ψέματα τουλάχιστον μία φορά στη ζωή μας, αλλά αυτό δε μας κάνει ούτε μυθομανείς ούτε κατά φαντασίαν ασθενείς. Η μειωτική σημασία που τις περισσότερες φορές προκύπτει από αυτό, στην πραγματικότητα είναι ανακριβής. Παρ’ όλα αυτά, αν «η μυθομανία φλερτάρει επικίνδυνα με την παθολογία, αυτή καθ’ αυτή δεν είναι ασθένεια», εξηγεί ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Serge Tisseron. Άρα το άτομο δεν πάσχει από μυθομανία, αλλά από υπολανθάνουσες ψυχολογικές διαταραχές. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 20ού αι. από τον ψυχίατρο Ernest Dupré, ο οποίος έκανε χρήση των δύο συνθετικών «μύθος», που στα ελληνικά σημαίνει θρύλος, και «μανία», που στα λατινικά σημαίνει «τρέλα», και ορίζεται ως «η παθολογική τάση -λιγότερο ή περισσότερο εκούσια και συνειδητή- για ψέμα και επινόηση φανταστικών ιστοριών». 
 «Η μυθομανία δεν είναι ασθένεια αλλά σύμπτωμα που συχνά συνδέεται με την υστερία του 19ου αι.», υπερθεματίζει η Hélène Vulser, ειδικευόμενη της ψυχιατρικής στη Νάντη. «Σήμερα, στην ψυχιατρική χρησιμοποιείται η ταξινόμηση DSMIV*, όπου η μυθομανία δεν καταχωρίζεται ως τέτοια. […] Η μυθομανία είναι πρώτα απ’ όλα  ένα σύμπτωμα που συνδέεται με ορισμένες παθολογίες, όπως είναι η διπολική διαταραχή, ή με ορισμένες ψυχοπαθητικές προσωπικότητες, ιδίως με την υστερική και την αντικοινωνική. Κάποιες φορές δεν υπάρχουν άλλα συμπτώματα και το θέμα δεν άπτεται της ψυχιατρικής». Στην πραγματικότητα, η πολυπλοκότητα του συμπτώματος δεν επιτρέπει να το κατατάξουμε σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, όπως λ.χ. συμβαίνει με τον βήχα της βρογχίτιδας ή την κόπωση της κατάθλιψης.

Για τον Serge Tisseron, η κοινωνική διάσταση είναι ουσιώδης, με την κατάθλιψη κάποιες φορές σε υπολανθάνουσα κατάσταση: «Οι μυθομανείς είναι άτομα άρρωστα που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να διηγούνται πράγματα που οι ίδιοι πιστεύουν, και τα οποία καταφέρνουν να κάνουν πιστευτά και στους άλλους, και ιδίως στους οικείους τους».
Ο μυθομανής έχει τεράστια ανάγκη να στηριχτεί στις αντιδράσεις του περίγυρου. Και αν η ιστορία του γίνεται πιστευτή στα μάτια των άλλων, τότε είναι που παίρνει σάρκα και οστά και για τον ίδιο. Δεν του μένει τότε παρά να εδραιώσει την αξιοπιστία του στους αποδέκτες των μυθευμάτων του και, συν τω χρόνω, να συνεχίσει να υφαίνει τα ψέματά του.
Όταν η παγίδα της μυθομανίας ωθεί στον φόνο
Παρ’ ότι δεν υπάρχει μία γενική θεωρία πάνω στη μυθομανία, μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικές ερμηνείες. Όπως εξηγεί η Hélène Vulser, μπορούμε από τη μια να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν «βαθμοί μυθομανίας»: από ένα στάδιο και μετά θεωρούμε ότι η μυθομανία γίνεται το σύμπτωμα μιας πιο σοβαρής διαταραχής. Το παράδειγμα του άγχους μάς επιτρέπει  να δώσουμε μια σαφή εικόνα του μηχανισμού της μυθομανίας: όλοι είμαστε λίγο-πολύ αγχώδεις, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, αλλά μόνο η μειοψηφία μπορεί να φτάσει στο σημείο να εκδηλώσει αγοραφοβία.  Το ίδιο ισχύει και για τη μυθομανία: πέρα από έναν συγκεκριμένο βαθμό, το σύμπτωμα πρέπει να τεθεί υπό διερεύνηση από την ψυχιατρική παθολογία. Η αλήθεια είναι ότι το σύμπτωμα της  μυθομανίας μπορεί να ενταθεί ή να μειωθεί μέχρι να εξαφανιστεί εντελώς.
[Στη Γαλλία] η επικαιρότητα παρέχει πλήθος παραδειγμάτων ακραίων περιπτώσεων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Jean-Claude Romand, ο οποίος επί 18 χρόνια είχε επινοήσει μια ολόκληρη ζωή. Ρεκόρ μακροβιότητας γι’ αυτόν τον γιατρό μαϊμού, τον ερευνητή μαϊμού του Π.Ο.Υ.**, του οποίου οι οικείοι δε γνώριζαν τίποτα για την απάτη που είχε στήσει και από τους οποίους είχε καταφέρει να αποσπάσει 2,5 εκατομμύρια φράγκα. Φοβούμενος μήπως αποκαλυφθεί, σκοτώνει τη σύζυγό του, τα παιδιά του και τους γονείς του τον Ιανουάριο του 1993, προτού αποπειραθεί να θέσει τέλος στη ζωή του. Μετά από την αποτυχημένη απόπειρά του, καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη τον Ιούλιο του 1996. […]
 «Εκείνοι που παρακολουθούνται στο πλαίσιο της συμβουλευτικής  για περιπτώσεις μυθομανίας είναι πρώτα απ’ όλα εκείνοι που χρησιμοποιούν το ψέμα σε τέτοιο βαθμό που οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στη ζωή τους είναι σημαντικές», εξηγεί η Hélène Vulser. Όμως κάποιες φορές, όταν «πλήττεται» μόνο ένας τομέας, είτε είναι η δουλειά είτε είναι η προσωπική ζωή, ο υπόλοιπος οικογενειακός ή φιλικός περίγυρος δεν αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης και αυτό είναι που προκαλεί στους πάσχοντες τη δυσκολία να συνειδητοποιήσουν και να αναγνωρίσουν από τι πάσχουν.
 «Διαφορετικοί τρόποι σκέψης»
Μια άλλη θεωρία είναι εκείνη του Serge Tisseron που διακρίνει διαφορετικούς τύπους μυθομανίας,  οι οποίοι προσδιορίζονται από «διαφορετικούς τρόπους σκέψης». Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μόνο ο σκοπός και η πρόθεση αυτού που λέει ψέματα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Στον πρώτο τύπο, συναντάμε συνήθως εκείνον που λέει ψέματα από λύπη: «Αυτός που επινοεί μια καινούρια ζωή, το κάνει επειδή λυπάται για κείνη που δεν είχε ποτέ, σαν ένα είδος προέκτασης της φανταστικής ζωής». Σε αυτόν τον τύπο ανήκει ο Jean-Claude.Στη συνέχεια, στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε εκείνον που προσπαθεί να φέρει έναν νεκρό πίσω στη ζωή. Σ’ αυτή την περίπτωση φλερτάρουμε με την παθολογία: πρόκειται κατά κάποιον τρόπο για ένα άτομο που βιώνει το πένθος του παραμένοντας στο στάδιο της άρνησης μετά το σοκ του θανάτου. Και τέλος, η τελευταία ομάδα μυθομανών περιλαμβάνει εκείνους που λένε ψέματα για να τραβήξουν το ενδιαφέρον και να αποκτήσουν οντότητα στα μάτια των άλλων. Προκειμένου να καταφέρουν κάτι τέτοιο, δείχνουν τον καλύτερό τους εαυτό, προσποιούνται τους άρρωστους με την πρόθεση να προκαλέσουν τη συμπόνια ή ακόμα παρουσιάζουν τους εαυτούς τους σαν θύματα.  […]
Να σημειώσουμε παρεμπιπτόντως ότι δεν πιστεύουν όλοι οι μυθομανείς αυτά που λένε στους άλλους και ότι κάποιες φορές αναγνωρίζουν εν μέρει την έλλειψη αξιοπιστίας των λόγων τους. 

Αν αυτό το κλινικό πανόραμα της μυθομανίας καταδεικνύει την αοριστία που περιβάλλει τον όρο, αυτή η μικρή βεβαιότητα θα μας καθησυχάσει: αυτό το φαινόμενο βρίσκεται σε πλήρη άνθιση στο ίντερνετ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο απλό από το να διεισδύσουμε σε μία συζήτηση ενός οποιουδήποτε φόρουμ, και το παιχνίδι ρόλων που βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε αυτό το μέσο μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.

                                 CLAIRE BERTHELEMY (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ-
                                       ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΟΣ-ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ)

ΠΗΓΗ: www.owni.fr
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)

*DSM: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών) [Σ.τ.Μ.]

**Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [Σ.τ.Μ]