Η ιδιωτικότητα: ανάγκη και δικαίωμα

Χωρίς αυτόν τον ιδιωτικό χώρο που περιλαμβάνει τις σκέψεις μας, τις πεποιθήσεις μας, τα μελλοντικά μας σχέδια, είμαστε σαν αποκομμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτόν τον χώρο τον περιφρουρούμε, και στη συνέχεια μαθαίνουμε να τον μοιραζόμαστε […].
«Δεν είμαι βίαιος χαρακτήρας, δηλώνει η Sylvia. Παρ’ όλα αυτά, μια μέρα δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ και να μη χαστουκίσω τον φίλο μου. Έλειπα μια βδομάδα σε ένα σεμινάριο, και για να με “εξυπηρετήσει, ώστε να μη χάνω χρόνο ανοίγοντας όλους αυτούς τους φακέλους”, όπως μου είπε μετά, είχε ανοίξει την αλληλογραφία μου.»
Η «ιδιωτικότητα» αποτελεί μέρος των βασικών μας αναγκών. Χωρίς αυτή, χωρίς αυτόν τον ιδιωτικό χώρο πεποιθήσεων, σκέψεων, ονείρων, μελλοντικών σχεδίων, που μας κάνει μοναδικούς, διαφορετικούς από τους άλλους, είμαστε σαν αποκομμένοι από τον ίδιο μας τον εαυτό. Γι’ αυτό και τον περιφρουρούμε αυτόν τον θησαυρό […]. Ο Robert Neuburger, ψυχοθεραπευτής, ειδικευμένος στη θεραπεία του ζευγαριού και της οικογένειας, μας προτείνει μια πρωτότυπη εξερεύνηση της ιδιωτικότητας.    Η πρόθεσή του; Να υπενθυμίσει ότι [η ιδιωτικότητα] αφορά βεβαίως το άτομο και την εσωτερικότητά του, αλλά επίσης και τους προσωπικούς χώρους που δημιουργεί στο πέρασμα του χρόνου: με τον σύντροφό του, με την οικογένειά του. Γιατί αυτή ακριβώς η ιδιωτικότητα είναι που «υφαίνει» αυτόν τον εκλεκτό δεσμό με τους δικούς του, τους «οικείους» του, σύζυγο, παιδιά, γονείς, φίλους. Ας δούμε τι έχει να μας πει πάνω σε αυτό ο  Robert Neuburger.

Κατασκευάζοντας το κουκούλι μας

Για να έχουμε ιδιωτικότητα, είναι απαραίτητο να έχουμε «εαυτό». Το νεογέννητο, το οποίο επιβιώνει μόνο χάρη στη συγχωνευτική σχέση με τη μητέρα του, δε διαθέτει κάτι τέτοιο. Αλλά η προοδευτική απόκτηση ελέγχου  των κινήσεών του, της γλώσσας του, καθώς επίσης και η συνειδητοποίηση ότι υπάρχει ένα «μέσα» και ένα «έξω», θα του δώσουν σιγά σιγά την ιδέα ενός «εαυτού», άρα μιας ιδιωτικότητας: σωματικής (αυτό είναι το σώμα μου, το προφυλάσσω και το χρησιμοποιώ όπως νομίζω), ψυχικής (σκέφτομαι αυτό που θέλω) και συμπεριφορικής (η δυνατότητα του πράττειν). Η φράση «Όχι δε θέλω να με βοηθήσεις, μπορώ να ντυθώ μόνος μου» συχνά μοιάζει να είναι μια από τις πρώτες διεκδικήσεις αυτής της ιδιωτικότητας. Ευθύς εξαρχής, είναι πρόσχημα για αντιπαράθεση με τον άλλο -πρώτα τη μαμά και τον μπαμπά, και στη συνέχεια με όλους τους «άλλους μας»- που πάντα ενδέχεται να μας την αρνηθεί. 
Όμως στην εφηβεία, όταν το άτομο θεωρείται «υπεύθυνο» για τις σκέψεις του, για τις ενδυματολογικές, μουσικές, κτλ. επιλογές του, [η έννοια της ιδιωτικότητας] αρχίζει πραγματικά να παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Γιατί πραγματική ιδιωτικότητα δεν υπάρχει χωρίς άδεια ούτε επικύρωση από την κοινωνία, η οποία με τη σειρά της διασφαλίζει την προστασία της: το περίφημο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή!
Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει ο Robert Neuburger, η κατάκτηση της ιδιωτικότητας μοιάζει να απορρέει από την πορεία μύησης σε αυτή. Οι επικίνδυνες συμπεριφορές, χαρακτηριστικές της εφηβείας (π.χ. ύποπτες συναναστροφές, ναρκωτικά, μοτοσικλέτες, συχνές απουσίες από το σχολείο, νευρική ανορεξία,  κτλ.), αποτελούν μέρος αυτής της διαδικασίας. Με το να αφήνεται ο έφηβος σε αυτή την εμπειρία και με το να επιβιώνει, κατασκευάζει τον προσωπικό του «μύθο», την «αυτομυθοποίησή» του, που τον πείθει ότι έχει τη θέση του πάνω στη Γη. Και, επιπλέον, ότι είναι ένας άνθρωπος μοναδικός -είτε είναι άνδρας είτε είναι γυναίκα-, ο οποίος έχει δικαίωμα σε μια απαραβίαστη εσωτερικότητα.   

Με τους γονείς

Η στάση των γονιών και οι αντιλήψεις τους πάνω σ’ αυτό το θέμα προφανώς και έχουν μεγάλη βαρύτητα.
Οι «παρανοϊκοί» γονείς, καχύποπτοι με τον «έξω» κόσμο, θα μεταδώσουν την προσωπική τους ανάγκη να «χτίσουν» μια αδιαπέραστη, αμυντική  ιδιωτικότητα, ένα φρούριο μέσα στο οποίο περιχαρακώνονται. Οι «παρεμβατικοί», κατασκοπεύοντας τις πράξεις, τις κινήσεις και τις σκέψεις των παιδιών τους, θα τα κάνουν να πιστέψουν ότι το να έχεις έναν «μυστικό κήπο» είναι σκέτος εγωισμός. Οι «ευνουχιστικοί», απαγορεύοντας στα παιδιά τους που είναι στην εφηβεία να εκφράσουν επιθυμίες σχετικές με το φύλο τους («Μη μακιγιάρεσαι», «Μη βγαίνεις με αγόρια» κτλ.), θα τα εμποδίσουν να αποκτήσουν σωματική οικειότητα με τον άλλο. Αυτοί που «πνίγονται» στα προσωπικά τους προβλήματα, μετατρέποντας συστηματικά τα παιδιά τους σε έμπιστούς στους, τα εμποδίζουν με αυτόν τον τρόπο να έχουν τη δική τους ζωή, με κίνδυνο, αργότερα, να γίνουν ανίκανοι ως ενήλικες να υπερασπιστούν την ιδιωτικότητά τους έναντι των παραβιάσεών της από τους φίλους, τους γονείς, τη δουλειά, τους εραστές, τις ερωμένες κτλ.  
Ευτυχώς, οι σχέσεις με τους «ομοίους» ή με εκείνους που αποτελούν   πρότυπα μετριάζουν τις επιρροές των γονιών και συμβάλλουν σημαντικά στη σταθεροποίηση του «εαυτού» και του προσωπικού χώρου που προστατεύεται από την ιδιωτικότητα.  Είναι πολύ σημαντικό αυτό που διακυβεύεται, αφού κουβαλάμε μαζί μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, την αντίληψη που έχουμε για την έννοια της ιδιωτικότητας, την οποία έχουμε επεξεργαστεί κατά την παιδική ηλικία και  την εφηβεία μας.

Η σωστή απόσταση στο πλαίσιο της συζυγικής σχέσης

Ο Robert Neuburger έχει παρατηρήσει ότι η ιδιωτικότητα του ατόμου κατακτάται στην ηλικία των 22 ετών περίπου. Τότε, κανείς πια δεν μπορεί να αμφισβητήσει το δικαίωμά μας να σκεφτόμαστε, να βγαίνουμε, να ντυνόμαστε όπως θέλουμε, να συναντάμε όποιον θέλουμε… Η απουσία περιορισμών μπορεί ακόμα και  να γίνει βαρετή. Τότε είναι που, τις περισσότερες φορές, μας μπαίνει η ιδέα να μοιραστούμε την ιδιωτικότητά μας με κάποιον άλλο, ο οποίος μοιραία θα τη θέσει υπό αμφισβήτηση. Από εκείνη τη στιγμή, το να έχουμε λίγο χρόνο μόνο για μας, χωρίς να δίνουμε αναφορά για το τι κάνουμε, ξαναγίνεται βασική επιδίωξη. Το πέρασμα στη φάση της συζυγικής ιδιωτικότητας είναι μαζοχισμός; Όχι μόνο. Ο άλλος  θέτει εμπόδια στην ελευθερία μας, περιορίζει τις ενορμήσεις μας· κι όμως, μόνο αυτός μας επιτρέπει να αισθανθούμε άξιοι να αγαπηθούμε, να δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας. Ως προς αυτό, μας είναι απολύτως απαραίτητος. Αλλά τι να κάνουμε με την ατομική μας ιδιωτικότητα όταν είμαστε σε σχέση; Πώς θα βρεθεί η «σωστή δόση», ώστε ο ένας να μην εισβάλλει στον προσωπικό χώρο του άλλου; […] Εξαρτάται από τον καθένα τι όρια θα βάλει σε σχέση με το τι θεωρεί ανεκτό […].
Ο τρόπος που βιώνουμε τη συζυγική ιδιωτικότητα εξαρτάται από αυτό που «κουβαλάμε στις αποσκευές μας» όταν αποφασίζουμε να συγκατοικήσουμε. Δηλαδή: την προσωπική μας σχέση με την έννοια της σωματικής, ψυχικής ή  συμπεριφορικής οικειότητας. Πάρτε για  παράδειγμα αυτό το νέο ζευγάρι που ήρθε για συμβουλευτική: Η Claude πήρε την απόφαση: «Δεν εκφράζεται, δεν παίρνει καμιά πρωτοβουλία. Δεν είναι άντρας.» Εκείνος, ο Martin, παρακολουθεί πειθήνια. Από τη μια, έχουμε μια δυναμική διευθύντρια εταιρείας, καθόλου θηλυκή. Από την άλλη, ο σύντροφός της, υπερβολικά χαμηλών τόνων, να υπομένει και να περιμένει στωικά  να «καταλαγιάσει η θύελλα». Δεν έχουν πια σωματική επαφή εδώ και μερικούς μήνες, αν εξαιρέσουμε κάποια χαστούκια -περιστασιακά-  που είναι αδύνατο να συγκρατήσει εκείνη. Σύντομα ο θεραπευτής διαπιστώνει ότι και οι δύο σύντροφοι προέρχονται από πολύ ευνουχιστικές οικογένειες, οι οποίες δεν τους επέτρεψαν να δομήσουν μια ταυτότητα που να αντιστοιχεί στο φύλο τους. Είναι και στους δύο αδύνατο, εφόσον δε νοιώθουν άνετα με το σώμα τους, να αναπτύξουν οικειότητα με τον σύζυγό τους.

«Ζωτικός χώρος» και στο οικογενειακό πλαίσιο

Όταν το ζευγάρι έχει βρει τους ρυθμούς του, έχει φτιάξει μια πραγματική συζυγική σχέση οικειότητας, έχει κατακτήσει μια ισορροπία, μια αρμονία, τότε επιχειρεί να κάνει οικογένεια, με κίνδυνο να τα ανατρέψει όλα. Όπως η συζυγική ιδιωτικότητα περιορίζει την ατομική, έτσι και η οικογενειακή ιδιωτικότητα περιορίζει τη συζυγική, την οποία και πρέπει να περιφρουρήσει κανείς: με το να βγαίνει και να διασκεδάζει το ζευγάρι μόνο του, χωρίς τα παιδιά.
Αυτές οι στιγμές «συνενοχής», που τροφοδοτούν τον έρωτα και την επιθυμία, είναι απαραίτητες. Το να τις διατηρήσουμε όμως δεν είναι πάντα εφικτό, αφού τα μικρά θέλουν να μονοπωλούν το ενδιαφέρον των γονιών τους, ή ακόμα και να «χώνουν τη μύτη τους» στα προσωπικά τους. Επιπλέον, η συγχωνευτική σχέση ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί αφήνει λίγο χώρο στο ζευγάρι για ιδιωτικότητα. «Από τη γέννηση της Amélie και μετά, η Clara είναι διαφορετική, παραπονιέται ο Antoine. Δείχνει να μη με θέλει πια. Έχω την εντύπωση ότι είμαι ανεπιθύμητος.» Όταν τα παιδιά φτάνουν στην εφηβεία, αρχίζει κάτι άλλο: προσπαθούν να «το σκάσουν» από το ζεστό κουκούλι της οικογενειακής ιδιωτικότητας, με σκοπό να διεκδικήσουν με τη σειρά τους τον ατομικό ζωτικό τους χώρο. Όπως έκαναν κάποτε και οι γονείς τους. Έτσι, η ηρεμία κινδυνεύει εκ νέου να χαθεί.  
Αυτό συμβαίνει επειδή στο οικογενειακό πλαίσιο, η οικειότητα εκφράζεται με συναισθήματα, αλλά και με κοινές αξίες: «Στην οικογένειά μας, ψηφίζουμε δεξιά (ή αριστερά), πιστεύουμε στον Θεό (ή τον Μωάμεθ), θεωρούμε ότι δουλειά σημαίνει υγεία (ή ότι η αεργία τη συντηρεί), κτλ.» Έλα όμως που ο έφηβος θα ήθελε πολύ να διώξει από πάνω του όλες αυτές τις αξίες και να υιοθετήσει αυτές ενός γκουρού, ενός στοχαστή, ενός τρέντι τραγουδιστή ή, πολύ απλά, να ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής!
Στο σαλόνι -που είναι ο κοινόχρηστος χώρος- ακούνε κλασική μουσική ή Beatles, που κάποτε έκαναν πιο συναρπαστική τη ζωή του μπαμπά και της μαμάς. Στο δωμάτιο των νέων, κυριαρχεί η τέκνο μουσική. «Δεν μπορείς να βγεις έξω με αυτό το τρύπιο τζιν!», «Αντί να βγεις με τους φίλους σου, καλά θα κάνεις να ανοίξεις κάνα βιβλίο, έτσι για αλλαγή!», γκρινιάζουν οι γονείς. Η απάντηση του ενδιαφερόμενου: «Δική μου είναι η ζωή, παρατήστε με!».

Η συμβολική επιβίωση ως διακύβευμα!

Μόνο μια κοντόφθαλμη αντίληψη περί ιδιωτικότητας μπορεί να μας κάνει να θεωρούμε ότι η έννοια αυτή δεν υφίσταται στην Ασία ή την Αμερική. Υπάρχει σε όλες τις κουλτούρες! Παρ’ όλα αυτά, πολλοί επιλέγουν να την κάνουν πράξη όχι σε ατομικό επίπεδο ή στον γάμο τους, αλλά στο οικογενειακό πλαίσιο.
Το πρώτο πράγμα που κάνουν οι απανταχού στρατοί προκειμένου  να μετατρέψουν φιλήσυχους νέους ανθρώπους σε ρομπότ, σε μηχανές θανάτου, είναι να τους στερούν το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Τίποτα δεν τους ανήκει, εκτός από το όπλο τους· όλοι είναι παρόμοιοι, με έναν μόνο αρχηγό! […] Ο Robert Neuburger υπενθυμίζει ότι ελευθερία και ιδιωτικότητα είναι οι αγαπημένοι στόχοι των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το να απαγορεύεις σε ένα άτομο να διαθέτει όπως νομίζει τον σωματικό και ψυχικό του χώρο και να έχει ιδιωτική ζωή, είναι ο πιο γρήγορος τρόπος να τον «απανθρωποποιήσεις», να τον εκτελέσεις με συμβολικό τρόπο. Πειράματα το έχουν αποδείξει: αν εμποδίσουμε ένα άτομο να αφεθεί σε αυτή την τόσο προσωπική δραστηριότητα που είναι το όνειρο, καταλήγουμε πραγματικά να το σκοτώσουμε! Άρα η ιδιωτικότητα αποτελεί ζωτική ανάγκη […].     

Κείμενο: Isabelle Taubes (Δημοσιογράφος)

_______________________________________________________________________________

Πηγή: www.psychologies.com
Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)