[…] Σύμφωνα με τη Δρα Marie-France Hirigoyen**, μέσα στο ζευγάρι (…), «Όταν υπάρχει σωματική βία, σίγουρα έχει προηγηθεί ψυχολογική βία».
[…] Το να καταφεύγει κανείς στη βία αποσκοπεί στο να ελέγχει και να εξουσιάζει τον άλλο· το θύμα βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του θύτη.
[…] [Η ψυχολογική βία] είναι μια πραγματική επιχείρηση καταβαράθρωσης της ταυτότητας, η οποία σκοπό έχει να υποτάξει τα θύματα, να τα κάνει να νιώσουν ότι δεν αξίζουν τίποτα, ότι είναι κατώτερα, ανίκανα, ανάξια, ένοχα, αργόστροφα, ότι πρέπει να αισθάνονται ντροπή, να θεωρούν ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα, να εξομοιώνονται με ένα αντικείμενο.
Στόχος εκείνων που μεταχειρίζονται ψυχολογική βία είναι:
- να δημιουργήσουν ένα κλίμα σωματικής και συναισθηματικής ανασφάλειας, ακόμα και τρόμου, μέσω συγκρούσεων που ξεσπούν με την πρώτη ευκαιρία, εκφοβισμών, απειλών, εκβιασμών, υπονοούμενων, μόνιμης εχθρικότητας, θυμού, αδιαλλαξίας απέναντι στην παραμικρή ενόχληση ή εκπεφρασμένη από τον άλλο αντίθεση, συμπεριφορών σκληρών και απάνθρωπων, έλλειψης σεβασμού απέναντι στην οικογενειακή ζωή (…).
- να δημιουργήσουν ένα κλίμα καταπίεσης, ελέγχου και απομόνωσης μέσω μιας συνεχούς επιτήρησης (…), επιβεβλημένων κανόνων ζωής, παρενόχλησης, περιορισμού του θύματος στο σπίτι, έλλειψης σεβασμού απέναντι στην ιδιωτικότητά του.
- να προκαλέσουν στο θύμα ένα συναίσθημα κατωτερότητας, υποτίμησης του εαυτού του και ταπείνωσης μέσω μειωτικών εκφράσεων, επικρίσεων και προσβλητικών λόγων (όσον αφορά το σώμα του, την εκφορά του λόγου του, τις διανοητικές του ικανότητες, το επάγγελμά του, τις οικιακές εργασίες, την εκπαίδευση των παιδιών), αδιαφορίας και επιδεικτικής περιφρόνησης.
- να δημιουργήσουν ένα κλίμα ενοχοποίησης και συναισθήματος ανικανότητας στο θύμα μέσω συνεχών παραπόνων και επικρίσεων, μη ρεαλιστικών απαιτήσεων, συμπεριφορών απόρριψης, ματαίωσης, ζήλιας.
- να προκαλέσουν ένα συναίσθημα σύγχυσης και αμφιβολίας μέσω ασυνάρτητων συμπεριφορών και μηνυμάτων, ψεμάτων, χειραγωγήσεων, άδικων ερμηνειών και κρίσεων, προκατασκευασμένων καταστάσεων, με το να παραβλέπουν, να αρνούνται ή να περιφρονούν τις βασικές ανάγκες, τα συναισθήματα και τον πόνο του θύματος.
[…] [Η βία αυτή] παρουσιάζεται πάντα ως άμεση συνέπεια της στάσης του θύματος, σαν να συμβαίνει εξαιτίας ενός δικού του λάθους («μ’εκνευρίζεις», «είσαι ανυπόφορη», «κάνεις τα πάντα για να με βγάλεις εκτός εαυτού/να με νευριάσεις/να με απογοητεύσεις», κτλ.), ενώ στην πραγματικότητα είναι «κατασκευασμένη» εξ ολοκλήρου με γνώμονα τις ανάγκες του θύτη, ο οποίος έχει το ελεύθερο να χρησιμοποιεί τόσα ψέματα χάρη στην ανοχή της κοινωνίας απέναντι στα σεξιστικά στερεότυπα και τις ανισότητες.
Ο θύτης γνωρίζει ότι αυτή η βία είναι αθέμιτη και ότι υπονομεύει τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του θύματος, αλλά, κεκλεισμένων των οικογενειακών θυρών, μπορεί να συνεχίζει ανενόχλητος να συμπεριφέρεται σαν τύραννος με πλήρη ατιμωρησία.
Αυτή η ψυχολογική βία είναι συχνά παρούσα ήδη από τις πρώτες συναντήσεις του ζευγαριού, αλλά χάνεται μέσα σε μια ατμόσφαιρα σαγήνης. Γίνεται αντιληπτή από τη σύντροφο, αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό της να τη λάβει υπόψη εξαιτίας των σεξιστικών στερεοτύπων που μεταδίδονται από την κοινωνία («οι άντρες είναι έτσι, είναι αδέξιοι, είναι απαιτητικοί, έχουν σεξουαλικές ανάγκες», «πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις όταν είσαι δεσμευμένη», «οι γυναίκες είναι πιο ευαίσθητες και ρομαντικές», «είναι φυσικό να υπηρετείς τον άντρα που αγαπάς»…) και επιπλέον εξαιτίας του ότι [η σύντροφος] θεωρεί πως κάτι τέτοιο δε γίνεται από πρόθεση («δεν το συνειδητοποιεί», «έχει υποφέρει», «θα τον αλλάξω, θα του εξηγήσω»…)
[Αυτή η ψυχολογική βία] Στη συνέχεια προοδευτικά θα ενταθεί, υφαίνοντας έναν ιστό αράχνης γύρω από το θύμα, όσο εκείνο θα δεσμεύεται όλο και πιο πολύ συναισθηματικά και θα κάνει προσπάθειες να προσαρμοστεί στις καταστάσεις βίας, να τις προβλέπει, να τις αποφεύγει, να επιβιώνει.
Η γυναίκα-θύμα θα έχει πλήρη συνείδηση των πράξεων βίας και της κόλασης που ζει, αλλά θα έχει πιαστεί στην παγίδα, εφόσον:
- ο θύτης θα υποτιμά συνεχώς και θα απορρίπτει την αντίληψή της απέναντι στα τεκταινόμενα και τα συναισθήματά της («δεν είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα», «υπερβάλλεις», «έχεις πλάκα» κτλ.)
- ο θύτης θα της συντηρεί ένα συναίσθημα ενοχής και ανικανότητας («δεν είσαι άξια για τίποτα», «με κάνεις δυστυχισμένο», «είσαι τρελή», «δεν αξίζεις τίποτα», «κανείς δε θα σε θέλει», «μετά απ’ όλα όσα έκανα για σένα», «έχεις δει πόσο άσχημη είσαι;» κτλ.) που την εμποδίζει να σκεφτεί ότι ο θύτης δεν έχει το δικαίωμα να συμπεριφέρεται έτσι και ότι το κάνει επίτηδες.
- οι επαναλαμβανόμενες πράξεις βίας θα προκαλέσουν ψυχοτραυματικές διαταραχές που επιφέρουν με τη σειρά τους μία κατάσταση αποσύνδεσης*** και συναισθηματικής απονέκρωσης που θα την εμποδίσουν να κατανοήσει τις αντιδράσεις και τα συναισθήματά της:
- απ’τη μία, θα αναγνωρίζει ότι πρόκειται για σοβαρές πράξεις βίας, αλλά, έτσι όπως είναι αποκομμένη από τα συναισθήματά της, θα αμφιβάλλει
- απ’την άλλη, θα κατακλύζεται από συναισθήματα που δεν μπορεί να συνδέσει με συγκεκριμένες καταστάσεις που θα λαμβάνουν χώρα απρόοπτα και που θα την κάνουν να φοβάται ότι έχει τρελαθεί
- αυτή η κατάσταση αμφιβολίας, αβεβαιότητας και σύγχυσης θα δίνει το περιθώριο στον θύτη να τη θέτει υπό τον πλήρη έλεγχό του, να τη χειραγωγεί, να της υποβάλλει συναισθήματα, να της επιβάλλει σκέψεις και έναν ρόλο στη σκηνοθεσία που ο ίδιος έχει στήσει.
[…] Ο θύτης αναπτύσσει έναν πραγματικό εθισμό στη βία.
Συνειδητοποιεί ότι οι βίαιες πράξεις του δεν είχαν καμία συνέπεια για τον ίδιο. Χαίρει απόλυτης ατιμωρησίας, και έτσι το καταδυναστευτικό κλίμα μπορεί να επιστρέψει, ο κύκλος να ξανανοίξει και η κατάσταση να επιδεινωθεί. Είναι σημαντικό να σταματήσει όσο πιο νωρίς γίνεται.
[…] Η συζυγική βία αποτελεί γενεσιουργό αιτία σημαντικών ψυχικών τραυμάτων στα παιδιά που είναι μάρτυρες των γεγονότων και τα υφίστανται.
Τα παιδιά που βιώνουν τη βία μεταξύ των γονιών τους θα μεγαλώσουν μέσα σε ένα κλίμα μεγάλης ανασφάλειας και τρόμου και θα γίνουν μάρτυρες ή άμεσα θύματα αυτών των πράξεων βίας. Η πλειονότητα (σχεδόν το 60%) αυτών των παιδιών, αν δεν τύχουν αποτελεσματικής προστασίας και αν δεν αναλάβει κάποιος τη φροντίδα τους, πρόκειται να αναπτύξουν σοβαρές και μόνιμες ψυχοτραυματικές διαταραχές (…), οι οποίες θα έχουν αντίκτυπο στην ψυχοκινητική τους ανάπτυξη, τη σχολική τους φοίτηση, την κοινωνικοποίησή τους και, μακροπρόθεσμα, τη συναισθηματική τους ζωή· θα διατρέχουν δε τον κίνδυνο να πέφτουν συνεχώς θύματα βίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, όπως επίσης υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να αναπτύξουν ως ενήλικες επιθετικές, επικίνδυνες και παράνομες συμπεριφορές (…) (Rossman-2001). To 40% με 60% των ανδρών με βίαιη συμπεριφορά απέναντι στις συντρόφους τους έχουν υπάρξει οι ίδιοι μάρτυρες συζυγικής βίας στην παιδική τους ηλικία.
[…] Η βία, ιδίως όταν επαναλαμβάνεται –ακατανόητη, ασυνάρτητη, άδικη, τερατώδης, όπως είναι η ενδοοικογενειακή, με θύματα τα παιδιά ή τη σύζυγο– θέτει σε κίνηση νευροβιολογικούς μηχανισμούς (αυτό)προστασίας (το ακραίο στρες που η βία προκαλεί μπορεί να επιφέρει πολύ σοβαρά καρδιαγγειακά και νευρολογικά προβλήματα), οι οποίοι κάνουν το συγκινησιακό κύκλωμα στο επίπεδο του εγκεφάλου (μεταιχμιακό σύστημα εγκεφάλου) να βραχυκυκλώνει, μέσω ενδογενών σκληρών ναρκωτικών ουσιών που εκκρίνονται (ενδορφίνες και άλλα παρεμφερή της κεταμίνης). Έτσι, η φυσιολογική αντίδραση στο στρες παύει να υφίσταται και μια συναισθηματική και σωματική απονέκρωση εδραιώνεται, ακολουθούμενη από ένα καθεστώς αποσύνδεσης (παραποιημένης συνείδησης) και από διαταραχές της μνήμης: αμνησία (που αφορά μέρος ή το σύνολο του γεγονότος από τη στιγμή που επέρχεται η αποσύνδεση) και τραυματική μνήμη (παγιδευμένη, απομονωμένη, μη ενσωματωμένη συγκινησιακή μνήμη), μια πραγματική ωρολογιακή βόμβα, υπερευαίσθητη, ακατανόητη (αφού δε διατυπώνεται φραστικά), η οποία μπορεί να πυροδοτηθεί με την πρώτη ευκαιρία επαναφέροντας στη μνήμη μέρος του γεγονότος ή και όλο το γεγονός, ακόμα και πολλά χρόνια αφότου αυτό συνέβη, προκαλώντας εκ νέου απελπισία, τρόμο, πόνο, ακριβώς όπως ήταν στην αρχή.
Έτσι, η ζωή μετατρέπεται σε ναρκοπέδιο […]
Γρήγορα οι ψυχοτραυματικές συνέπειες της βίας κάνουν το θύμα -όσο θάρρος και να επιδεικνύει:
– να νιώθει μόνο, εγκαταλελειμμένο, παραγνωρισμένο, απελπισμένο, να έχει χάσει πια την πίστη του στο μέλλον, να αισθάνεται φυλακισμένο και απαθές απέναντι σε όλα
– να νιώθει πιεσμένο, νευρικό, αγχωμένο έως και πανικόβλητο κάποιες φορές, υπερβολικά ευσυγκίνητο, ανήσυχο, ότι βρίσκεται συνεχώς σε κίνδυνο, ευέξαπτο έως και επιθετικό, καχύποπτο
– να νιώθει κουρασμένο, ακόμα και εξαντλημένο, να υποφέρει από αϋπνία, να είναι συνεχώς άρρωστο, να καπνίζει πάρα πολύ, να πίνει πάρα πολύ, να τρώει πάρα πολύ (ή όχι αρκετά), να καταναλώνει υπερβολικά πολλά φάρμακα, να κάνει συνεχώς παράπονα για χρόνιους πόνους, να συμβουλεύεται συχνά γιατρούς, να έχει συχνά ατυχήματα και να νοσηλεύεται, να βρίσκεται συχνά σε κατάσταση εμβροντησίας
– να νιώθει χαμένο, να αμφιβάλλει για τα πάντα, να είναι σε σύγχυση, να αισθάνεται ξένο έναντι των άλλων και του ίδιου του του εαυτού, να παραπονιέται ότι ξεχνάει τα πάντα, ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα, ότι δεν είναι ικανό να αυτοσυγκεντρωθεί, ότι καταστρέφει τα πάντα, ότι είναι ανίκανο να κάνει αυτό που πρέπει, ότι τα γεγονότα το ξεπερνούν, να νιώθει φόβο για ό,τι δε γνωρίζει, να είναι συναισθηματικά απονεκρωμένο απέναντι σε πολλές καταστάσεις
– να δυσκολεύεται να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, στη δουλειά του, στα γραφειοκρατικά θέματα, να διαχειριστεί τα έξοδά του, να φροντίσει τα παιδιά του, το σπίτι, τον εαυτό του, να έχει την εντύπωση ότι οι επιλογές που κάνει το οδηγούν στην καταστροφή
– να έχει πολύ χαμηλή αυτοεκτίμηση, να νιώθει άχρηστο, άσχημο, ηλίθιο, ανυπόφορο, να νιώθει ντροπή και ενοχή για τα πάντα, να θεωρεί ότι όλα θα ήταν καλύτερα χωρίς εκείνο.
Αυτά είναι φυσιολογικά και συνηθισμένα επακόλουθα των καταστάσεων βίας. Δεν οφείλονται σε εγγενή χαρακτηριστικά του θύματος. Όλα τα θύματα βίας μπορούν να αναπτύξουν αυτές τις διαταραχές.
Είναι απαραίτητο να καθησυχάσουμε τα θύματα, να τους ξαναδώσουμε μια αίσθηση αξιοπρέπειας εξηγώντας τους ότι οι μηχανισμοί των ψυχικών τραυμάτων είναι φυσιολογικές αντιδράσεις σε μη φυσιολογικές καταστάσεις, που αποτελούν οι πράξεις βίας. Πρέπει να βοηθήσουμε το θύμα να κατανοήσει τι του συμβαίνει, να αναγνωρίσει ότι είναι θύμα (…), να αποβάλει την ενοχή που αισθάνεται, να μην αισθάνεται πια ντροπή και να είναι σε θέση να αντιπαλέψει τις επικίνδυνες στάσεις και συμπεριφορές, (…) να βοηθήσουμε το θύμα να υπερασπιστεί καλύτερα τον εαυτό του, να καταγγείλει τις πράξεις βίας, να μη γίνεται πια αντικείμενο χειραγώγησης, να έχει πνευματική διαύγεια, να προβλέπει τις επιθετικές συμπεριφορές του θύτη και να μην είναι πια έρμαιό του (…).
Δρ. Muriel Salmona
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπεύτρια
Σας προτείνουμε να δείτε και το παρακάτω πολύ ενδιαφέρον βιντεάκι (στα γαλλικά με αγγλικούς υπότιτλους): http://www.youtube.com/watch?v=IAhkSiv43l0
*Επιλογή αποσπασμάτων από άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2010
**Ψυχαναλύτρια, ψυχίατρος και συγγραφέας
***Αποσύνδεση: όρος της ψυχολογίας που περιγράφει την κατάσταση που βιώνει κάποιος όταν αισθάνεται αποκομμένος από την αισθητηριακή του εμπειρία, την αίσθηση του εαυτού του ή την προσωπική του ιστορία. Συνήθως βιώνεται ως ένα συναίσθημα έντονης αποξένωσης ή ως αδυναμία αντίληψης της πραγματικότητας, με το άτομο να χάνει ξαφνικά την αντίληψη του πού βρίσκεται, ποιος είναι, τι κάνει. (http://addictions.about.com/od/glossar1/g/defdissociation.htm)
Πηγή: http://stopauxviolences.blogspot.gr
Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)