Να ένα καλό νέο που θα απενοχοποιήσει πολλές μητέρες: Τέλεια μητέρα δεν υπάρχει! Και θα ήταν ανώφελο να προσπαθήσουμε να την επινοήσουμε. Αυτό θα ήταν μια πολύ κακή ιδέα!
Το γιατί μας το εξηγεί η ψυχολόγος και διανοήτρια Nicole Prieur.
- MamanMagazine: Μπορεί πραγματικά να υπάρξει τέλεια μητέρα;
Nicole Prieur: Ευτυχώς όχι! Δεν υπάρχει τέλεια μάνα, όπως άλλωστε δεν υπάρχει τέλειος πατέρας ή οποιοδήποτε άλλο τέλειο άτομο. Απλούστατα γιατί η τελειότητα δεν αποτελεί μέρος του κόσμου των ανθρώπινων όντων. Εξάλλου τι είναι η τελειότητα; Αυτό είναι αδύνατο να το προσδιορίσει κανείς. Κι έπειτα, ακόμα κι αν παραδεχόμασταν ότι υπάρχει κάτι τέτοιο, ότι υπάρχουν δηλ. τέλειοι άνθρωποι, τι ανιαρό που θα ήταν!
- Μ.Μ. : Αν υπήρχε, ποια θα ήταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της τέλειας μητέρας;
Ν. P. : Τέλεια μητέρα θα ήταν εκείνη που θα προλάβαινε τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παιδιού της. Την περίοδο που το νέο μωράκι είναι απόλυτα εξαρτημένο από εκείνη, τους πρώτους μήνες της ζωής του, είναι σημαντικό η μητέρα να τείνει προς αυτή την «τελειότητα», ακόμα κι αν δεν μπορεί να την προσεγγίσει εξ ολοκλήρου. Είναι απαραίτητο να είναι σε θέση να προαισθάνεται και να προλαβαίνει τις ανάγκες του μωρού της, μιας και εκείνο δεν μπορεί να τις εκφράσει. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή εκείνη θα έχει προλάβει τις ανάγκες του, το μωρό θα μπορέσει να δομήσει ένα συναίσθημα ασφάλειας και να αναπτυχθεί. Ωστόσο, η μητέρα δεν μπορεί να συνεχίσει να το κάνει αυτό επ’ άπειρον, επειδή, καθώς το παιδί θα μεγαλώνει, οι ανάγκες του θα περιπλακούν σε τέτοιο βαθμό, που κανείς δε θα μπορεί απόλυτα να τις προβλέψει και ακόμα λιγότερο να τις ικανοποιήσει.
- Μ.Μ. : Ποιες θα ήταν οι συνέπειες για το παιδί από την «υπερβολική τελειότητα» της μητέρας;
Ν. P. : Μια μητέρα που θα συνέχιζε να ικανοποιεί εκ των προτέρων τις ανάγκες και τις επιθυμίες του παιδιού της δε θα του επέτρεπε να εκφράζεται ελεύθερα – πράγμα που θα αποτελούσε τροχοπέδη για την ελευθερία του. Το παιδί θα ήταν μονίμως υπό την επιρροή αυτής της «υπερβολικά τέλειας» μάνας, που δε θα του άφηνε χώρο να αναπτύξει την αυτονομία του, που θα επεδίωκε σε υπερβολικό βαθμό να του δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας, που θα ανταποκρινόταν πάντα στις ανάγκες του, που πάντα θα απέτρεπε καταστάσεις που θα του προκαλούσαν πόνο, μετριάζοντας για κείνο όλες τις δυσχέρειες. Φυσικά, καμία μητέρα δε θέλει να βλέπει το παιδί της να υποφέρει. Όμως υπάρχει ψυχικός πόνος που είναι αναπόφευκτος και χρήσιμος, εφόσον μας ωριμάζει. Μια μάνα που μονίμως «λειαίνει» τις δυσκολίες για το παιδί της, δεν του επιτρέπει να αντλήσει από τα μέσα που το ίδιο διαθέτει, από το δικό του φαντασιακό και δημιουργικό δυναμικό, για να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις. Ούτε του επιτρέπει να αναπτύξει τον εσωτερικό του κόσμο, τη μοναδικότητά του, τη διαφορετικότητά του σε σχέση με τη μητέρα του.
- Μ.Μ. : Υπάρχουν μητέρες που θεωρούν ότι είναι τέλειες;
Ν. P. : Δεν είμαι σίγουρη. Οι μητέρες και οι γονείς γενικά έχουν πολλές αμφιβολίες για τον εαυτό τους. Μια μητέρα που φιλοδοξεί να είναι τέλεια, θέλει να πετύχει στα πάντα. Θα επιβάλλει στον εαυτό της υποχρεώσεις και απαιτητικές καταστάσεις, οι οποίες όχι μόνο της δηλητηριάζουν τη ζωή, αλλά επίσης δεν της επιτρέπουν να αντιληφθεί όλα όσα η ζωή, μέσα σε όλη της την ατέλεια, προσφέρει. Κι έτσι, αυτό που καταφέρνει είναι να περιορίσει το αντιληπτικό της πεδίο: για παράδειγμα, αν γι’ αυτή τη μητέρα, ένα τέλειο παιδί είναι ένα παιδί πολύ καθαρό ή πολύ ήσυχο, αν το δικό της είναι δημιουργικό και ζωηρό, δε θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις θετικές του πλευρές. Θα φυλακίσει το παιδί της μέσα σε ένα πρότυπο.
- Μ.Μ. : Μία «τέλεια» μητέρα θέλει «τέλεια» παιδιά;
Ν. P. : Φυσικά! Αλλά, όπως και να ‘χει, μία τέλεια μητέρα δε θα μπορούσε να έχει τέλεια παιδιά. Θα ήταν ολοκληρωτικά υποταγμένα, δε θα είχαν προσωπικότητα, θα ήταν ανασφαλή, εξαρτημένα… Και θα υφίσταντο μια τρομερή πίεση, εφόσον θα απαιτούσαμε από εκείνα να φέρουν εις πέρας μια ανέφικτη αποστολή.
- Μ.Μ. : Γιατί τόσες μητέρες θέλουν να είναι «τέλειες», αφού προφανώς κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατό ούτε καν επιθυμητό;
Ν. P. : Επειδή στην παρούσα φάση ασκείται τεράστια πίεση από την κοινωνία: με την ψυχολογικοποίηση των πάντων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, καταφέρνουμε όλο και καλύτερα να προσδιορίσουμε τις αναπτυξιακές ανάγκες ενός παιδιού. Και επειδή αυτές προσδιορίζονται με σαφήνεια, έχουμε την εντύπωση ότι πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε και σε θέση να τις ικανοποιήσουμε. Αυτή η ψυχολογικοποίηση δημιουργεί κανόνες και επιβάλλει το εξής κριτήριο: έχουμε την εντύπωση ότι αν δεν ακολουθήσουμε τις οδηγίες που μας υπέδειξε το πιο πρόσφατο άρθρο που διαβάσαμε, τότε είμαστε κακές μητέρες! Στην πραγματικότητα, έχουμε δικαίωμα στο λάθος: ό,τι επικυρώνεται ως θεωρία, δεν μπορεί να εφαρμόζεται συστηματικά. Ένα παιδί δε μεγαλώνει με απανωτές επιστημονικές θεωρίες. Η εκπαίδευση γίνεται μέσα από σχέσεις, και μια σχέση είναι κάτι κινητικό, κάτι που μεταβάλλεται σταδιακά. Γεγονός είναι επίσης ότι οι γυναίκες βιώνουν κάποιες φορές δύσκολες καταστάσεις στο πλαίσιο της συντροφικής ή της οικογενειακής τους ζωής: ορισμένες μητέρες επιδιώκουν να αντισταθμίσουν αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου με το να θέλουν να είναι τέλειες, για να έχουν τέλεια παιδιά. Πραγματικά, αδυνατώντας να αγγίξουν το ιδανικό τους της τελειότητας, το μόνο που καταφέρνουν είναι να εντείνουν το αίσθημα ανικανοποίητου που τις διακατέχει, καθώς και τη χαμηλή τους αυτοεκτίμηση.
- Μ.Μ. : Αφού ο όρος «τέλεια» δεν είναι ο κατάλληλος, ποιος όρος θα ταίριαζε καλύτερα σε μια μητέρα που κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί;
Ν. P. : Ο Winnicott* δεν κάνει λόγο για «τέλεια» μητέρα, αλλά για «επαρκώς καλή» μητέρα, η οποία θα αφήσει χώρο στα λάθη της… και στο παιδί της, στον αυθορμητισμό της και στη δημιουργικότητά της. Πρόκειται για μια μητέρα «επαρκώς καλή» στο να καθησυχάζει το παιδί της, να το βοηθάει να αναπτύξει αυτοπεποίθηση, ώστε να τολμάει να αναλαμβάνει ρίσκα γνωρίζοντας ότι εκείνη δε θα είναι πάντα δίπλα, ότι εκείνη δεν μπορεί να αποτρέπει τις οδυνηρές καταστάσεις, τις κακές εμπειρίες, ότι δεν μπορεί να το προστατεύει 100%.
- Μ.Μ. : Πώς μπορεί μια μητέρα να αντιπαλέψει την πίεση που ασκείται από την κοινωνία μας, η οποία απαιτεί από εμάς να είμαστε τέλειοι σε όλους τους τομείς;
Ν. P. : Διαβάζοντας ορισμένα πράγματα και διατηρώντας παράλληλα μία απόσταση από αυτά, όντας ελεύθερη να κρατήσει μόνο ό,τι θα της «πει» κάτι· κρατώντας στο πίσω μέρος του μυαλού τις γνώσεις που αποκτά, έτσι ώστε να παραμείνει όσο γίνεται αυθόρμητη απέναντι στο παιδί και στη σχέση της μαζί του.
- Μ.Μ. : Πώς μπορούμε να απενοχοποιηθούμε;
Ν. P. : Συνειδητοποιώντας ότι τα λάθη δεν είναι σοβαρά αν δεν επαναλαμβάνονται. Γι’ αυτό θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αναθεωρήσουμε τις θέσεις μας. Θα πρέπει να έχουμε συνείδηση της ατέλειάς μας και να είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε. Και όσο περισσότερο είμαστε διατεθειμένοι να εγκαταλείψουμε την εμμονή μας για τελειότητα, τόσο περισσότερο είμαστε ικανοί να αλλάξουμε.
- Μ.Μ. : Πρέπει να παραδεχόμαστε μπροστά στα παιδιά μας την ατέλειά μας;
Ν. P. : Όχι. Δεν πρέπει να τους βάζουμε στη θέση του κριτή. Να αναγνωρίζουμε ένα λάθος μας, ναι. Να τα αφήνουμε να μας επικρίνουν για τα κενά και τις ελλείψεις μας, όχι. Μπορούμε να δείξουμε ότι είμαστε ευάλωτοι σε μια δεδομένη στιγμή και να το παραδεχτούμε. Αλλά δεν πρέπει να αντιστρέψουμε τους ρόλους και να δώσουμε σ’ εκείνα τον γονεϊκό μας ρόλο. Δεν είναι δουλειά του παιδιού να μας καθησυχάσει και να μας υποδείξει τι πρέπει να κάνουμε. Το παιδί αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα τα ελαττώματά μας!
*Donald Woods Winnicott: πρόεδρος της Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας από το 1956 έως το 1959 και στη συνέχεια από το 1965 έως το 1968. Παιδίατρος και ψυχαναλυτής, θα γίνει ο επικεφαλής αυτού που θα ονομαστεί «middle group» (=μεσαία ομάδα) μεταξύ των μαθητών της Melanie Klein και των υποστηρικτών της Anna Freud.
Πηγή: www.parolesdepsy.com
Μετάφραση – Επιμέλεια: Κυριακή Κάσση (Εκπαιδευτικός – Μεταφράστρια)